Skip to content Skip to left sidebar Skip to footer

Η Μπαλάντα του Ρίτσαρντ Τζούελ

ΔΕΥΤΕΡΑ 3/8 – 22:00

ΤΡΙΤΗ 4/8 – 22:00


Δραματική 2019 || Διάρκεια: 129′

Το γεγονός ότι φέτος κλείνει τα 90 δεν φαίνεται να πτοεί τον Κλιντ Ίστγουντ, ο οποίος συνεχίζει να παραδίδει το ένα φιλμ μετά το άλλο, χωρίς να χάνει σπιθαμή από την κοφτερή κινηματογραφική ματιά του και την ικανότητα να ψυχογραφεί βαθιά περίπλοκους χαρακτήρες. Στο πάνθεον των παρεξηγημένων (αντι)ηρώων του μπαίνει τώρα ο Ρίτσαρντ Τζούελ, ο φύλακας που έγινε ξαφνικά ο σωτήρας εκατοντάδων πολιτών κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων της Ατλάντα (1996), όταν στο κατάμεστο Ολυμπιακό Πάρκο εντόπισε έναν εκρηκτικό μηχανισμό λίγο προτού εκραγεί. Με μια σκηνοθεσία παραπλήσια του «Sully», ο Ίστγουντ αφιερώνει τον περισσότερο αφηγηματικό χρόνο στις καφκικού τύπου συνέπειες της θαρραλέας κίνησης του Τζούελ, η οποία τον μετέτρεψε από ήρωα σε Νο 1 ύποπτο της τρομοκρατικής επίθεσης.

Η «Μπαλάντα» διασκεδάζει τα στερεότυπα και τις φαντασιακές εικόνες που επικρατούν σε σχέση με διαφορετικές κατηγορίες ανθρώπων και θεσμών. Ο Τζούελ λ.χ. ήταν ένας άνθρωπος της διπλανής πόρτας. Ένας «κανονικός» λευκός, που ζει ακόμη με τη μητέρα του (η υποψήφια για Όσκαρ Κάθι Μπέιτς), μικροαστός, πατριώτης, με τυφλή εμπιστοσύνη στις αρχές, οι οποίες συμβολίζουν για εκείνον την εξαρχής προστασία των αδυνάτων, που κι εκείνος επιθυμεί διακαώς να την πράξει. Ο Τζούελ ουσιαστικά εκπροσωπεί τη λευκή αμερικανική εργατική τάξη (κάποιοι τη χαρακτηρίζουν απαξιωτικά «white trash»), που δεν την ενδιαφέρει η μεγάλη εικόνα, κοιτάζει τη δουλειά της και πιστεύει ακράδαντα ότι δεν θα απειληθεί ποτέ από ένα σύστημα που ψάχνει συχνά για εύκολα θύματα.

Ο Ίστγουντ αντιμετωπίζει ως τέτοιον τον Τζούελ, ώστε να καταδυθεί στον ψυχισμό του, τον εξανθρωπίζει και αναδεικνύει τις τραγικές αυταπάτες του, χωρίς να αποφεύγει να φωτίσει τα λάθη του. Κοινωνός αυτής της ενδοσκόπησης ο πρωταγωνιστής Πολ Γουόλτερ Χάουζερ σε μια αποκαλυπτική, πολυεπίπεδη ερμηνεία, η οποία λειτουργεί ως το καλοκουρδισμένο γρανάζι του σασπένς στη σκηνοθεσία του Ίστγουντ. Οι δυο τους παίρνουν από το χέρι τη δραματουργία και διευρύνουν τον συναισθηματικό αντίκτυπο και την αγχώδη ένταση σε κάθε πλάνο, όσο προχωράει η πλοκή.

Τότε ο Ίστγουντ καταφέρεται ανοιχτά ενάντια στην κατάχρηση εξουσίας, όπως αυτή εκφράζεται μέσω των δημοσιογράφων που υιοθετούν τη λογική «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα» για να βγάλουν μια είδηση. Ή μέσω της παρορμητικής συμπεριφοράς των ντετέκτιβ, οι οποίοι για να καλύψουν τα λάθη τους είναι ικανοί να παγιδεύσουν έναν αθώο. Ακόμη και οι απλοί Αμερικανοί πολίτες μπαίνουν στο στόχαστρο, καθώς πανηγυρίζουν την απότομη πτώση ενός ανθρώπου που μέχρι πρότινος χαιρετούσαν ως ήρωα. Κόντρα στην υποκρισία, ο Ίστγουντ αντιπροτείνει τη σύνεση, την προστασία της αξιοπρέπειας και στο τέλος καταφέρνει να συμφιλιώσει τους πάντες με έναν κινηματογραφικά εύγλωττο τρόπο.