Skip to content Skip to left sidebar Skip to footer

Τζότζο (Jojo Rabbit)”

ΠΕΜΠΤΗ 16/7 – 22:00

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 17/7 – 22:00


Δραματική 2019 || Διάρκεια: 114′

Η ιδέα μιας ταινίας που απογυμνώνει, μέσω της σάτιρας, την μπαναλιτέ του ναζισμού είναι διαχρονική στην ιστορία του σινεμά. Στην αντιναζί παρέα των Τσάρλι Τσάπλιν («Ο Μεγάλος Δικτάτωρ») και Ρομπέρτο Μπενίνι («Η Ζωή Είναι Ωραία»), μεταξύ άλλων, έρχεται να προστεθεί ο Νεοζηλανδός με εβραϊκές ρίζες Τάικα Γουαϊτίτι («What We Do in the Shadows», «Thor: Ragnarok») με ένα φιλμ περισσότερο συγγενές στη διάθεση του Ιταλού κωμικού παρά του πολιτικά φορτισμένου Σαρλό.

Κεντρικός ήρωας της ταινίας ο 10χρονος πιτσιρικάς Τζότζο, ένας φανατικός οπαδός της ναζιστικής ιδεολογίας, που φαντασιώνεται πως καλύτερός του φίλος δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον Αδόλφο Χίτλερ, τον οποίο ενσαρκώνει (όχι πάντα) ζωηρά ο Γουαϊτίτι. Ολόκληρος ο κόσμος του μικρού θα γυρίσει ανάποδα, όταν ανακαλύψει πως η μητέρα του κρύβει στο σπίτι μια ελάχιστα μεγαλύτερή του Εβραία. Ο αποσβολωμένος ήρωας αναγκάζεται να την ανεχτεί ώστε να προστατεύσει τη μαμά του την ώρα που ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος βρίσκεται στην τελευταία πράξη του.

 

Ο Τζότζο είναι ένας αρχετυπικός ήρωας του Γουαϊτίτι, καθώς πρόκειται για ένα ονειροπόλο αγόρι τραυματισμένο από την πατρική απουσία, όπως αντίστοιχα έχουμε δει στα προηγούμενα φιλμ του «Boy» και «Hunt for the Wilderpeople». Η φαντασία συνιστά το μοναδικό καταφύγιο αυτών των χαρακτήρων απέναντι σε μια πολύπλοκη πραγματικότητα με την οποία προσπαθούν να συμφιλιωθούν. Το κενό που νιώθει ο Τζότζο έρχονται να καλύψουν ο ναζισμός και οι αναπαραστάσεις του. Η επιβεβλημένη ομοιομορφία ικανοποιεί αυτόματα την αίσθηση του ανήκειν, ενώ η ανάδειξη του Φίρερ σε κυρίαρχη πατρική φιγούρα φροντίζει για τα υπόλοιπα.

Το πρώτο μέρος της ταινίας αναβλύζει ζωντάνια, μια και ο Γουαϊτίτι υιοθετεί έναν feelgood συνδυασμό βιτριολικού σλάπστικ χιούμορ και «γουεσαντερσονικού» στιλιζαρίσματος, το οποίο χαρίζει μερικές αυθεντικά αστείες και διόλου κανιβαλιστικές στιγμές. Δεν συμβαίνει το ίδιο στο δεύτερο μισό του «Τζότζο», όπου φαίνεται σαν να τελειώνουν τα καύσιμα της έμπνευσης, καθώς η ατμόσφαιρα από ανάλαφρη μετατρέπεται άξαφνα σε σοβαροφανή. Μοιάζει λες και ο Γουαϊτίτι συνειδητοποίησε ετεροχρονισμένα πως τα πράγματα δεν είναι και τόσο αστεία τελικά.

 

Τότε παίρνουν τα ηνία οι βολικές σεναριακές λύσεις, που οδηγούν στην εύκολη συγκίνηση και την ανάδειξη της αγάπης ως γιατρικού που τα θεραπεύει όλα. Αποφεύγεται δε τεχνηέντως οποιοδήποτε πολιτική αναφορά, με τις ιστορικές απλουστεύσεις να παραμένουν χτυπητές. Χάρη όμως στην ειλικρινή διάθεσή του φτιάχνει ένα φιλμ που διαβάζεται καλύτερα ως καλόκαρδο παραμύθι παρά ως αιχμηρή αντιναζιστική σάτιρα και το οποίο του έφερε το μεγάλο βραβείο στο Φεστιβάλ του Τορόντο αλλά κι έξι οσκαρικές υποψηφιότητες.